- Σατανικῶς
- Σατανικόςadversaryadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σατανικός — ή, ό / σατανικός, ή, όν, ΝΜΑ [Σατάν] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σατανά 2. διαβολικός, καταχθόνιος. επίρρ... σατανικώς / σατανικῶς, ΝΜΑ, και σατανικά Ν κατά τρόπο σατανικό … Dictionary of Greek